- καλησπερίζω
- (Μ καλησπερίζω [καλησπέρα]χαιρετώ κάποιον ευχόμενος «καλησπέρα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλησπερίζω — καλησπερίζω, καλησπέρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλησπερίζω — καλησπέρισα, καλησπερίστηκα, καλησπερισμένος, χαιρετώ κάποιον λέγοντάς του καλησπέρα: Με καλησπέρισε βιαστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλησπέρισμα — το [καλησπερίζω] ο χαιρετισμός με την ευχή «καλησπέρα» … Dictionary of Greek